Βιώσιμη διατροφή

con06Ένας αυξημένος αριθμός καταναλωτών επιθυμεί να τρώει τρόφιμα που είναι καλά για την υγεία και καλά για τον πλανήτη. Αυτή η τάση, που είναι ενθαρρυντική, καταγράφτηκε σε έρευνα, για τη συμπεριφορά των καταναλωτών αναφορικά με τα βιώσιμα τρόφιμα και η οποία δημοσιεύτηκε, από την BEUC, τον Ιούνιο του 2020. Η έρευνα έγινε σε 11 χώρες: Αυστρία, Βέλγιο, Γερμανία, Ελλάδα, Ιταλία, Λιθουανία, Ολλανδία, Πορτογαλία, Σλοβακία, Σλοβενία, Ισπανία.
Βασικά συμπεράσματα της έρευνας είναι:

  • Οι καταναλωτές παρότι γνωρίζουν τις επιπτώσεις της διατροφής, στο περιβάλλον, τείνουν να υποβαθμίσουν τις επιπτώσεις των δικών τους διατροφικών συνηθειών.
  • Τα 2/3 των καταναλωτών θέλουν να αλλάξουν τις διατροφικές τους συνήθειες, για χάρη του περιβάλλοντος.
  • Οι τιμές, η έλλειψη γνώσης, η έλλειψη ξεκάθαρης πληροφόρησης και η περιορισμένη προσφορά βιώσιμων επιλογών είναι οι αιτίες, που, όπως οι καταναλωτές δηλώνουν, τους εμποδίζουν να καταναλώσουν τρόφιμα, που είναι φιλικά στο περιβάλλον.
  • Οι καταναλωτές έχουν διαφορετικές αντιλήψεις, για την έννοια "βιώσιμο τρόφιμο". 48,6% πιστεύουν ότι βιώσιμα τρίφιμα έχουν μικρή επίπτωση στο περιβάλλον. 42,6% ότι δεν περιέχουν Γ.Τ.Ο. - Γενετικά Τροποιημένα Τρόφιμα και ζιζανιοκτόνα. 36,4% ότι προέρχονται από τοπικές αγορές. 
  • Μόλις 40% των καταναλωτών δηλώνουν ότι είτε σταμάτησαν να τρώνε κόκκινο κρέας είτε το περιόρισαν, για λόγους περιβαλλοντικούς. Οι καταναλωτές αποδέχονται τα «φυτικά» μπιφτέκια και τα φυτικά τρόφιμα περισσότερο, από τα τρόφιμα που αναπτύσσονται, στα εργαστήρια, ή τα τρόφιμα που βασίζονται στα έντομα, για να λάβουν την ποσότητα πρωτεΐνης που χρειάζονται.
  • Μόλις 16% των καταναλωτών νιώθουν ότι η κυβέρνησή τους κάνει αρκετά, για να ενθαρρύνει τη βιώσιμη παραγωγή και κατανάλωση τροφίμων.
    Η έρευνα απέδειξε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έπρεπε να προχωρήσει γρήγορα τη στρατηγική, «Από το χωράφι στο πιάτο».

Η βιώσιμη διατροφή ικανοποιεί τις διατροφικές ανάγκες του πληθυσμού, με ελάχιστες επιπτώσεις στο περιβάλλον και παρέχει ταυτόχρονα υγιεινές επιλογές. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, πρέπει:

  • να αποφύγουμε τη δημιουργία απορριμμάτων από τρόφιμα και
  • να κάνουμε τη βιώσιμη επιλογή εύκολη και οικονομικά προσιτή, στους καταναλωτές.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, περίπου 88 εκατομμύρια τόνοι τροφίμων, πετιούνται, κάθε χρόνο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με στοιχεία, τα μισά από αυτά τα σκουπίδια (53%) παράγονται από τα νοικοκυριά.


Όμως, η παραγωγή σκουπιδιών από τρόφιμα, αποτελεί κοινή ευθύνη όλων των εμπλεκόμενων στη διατροφική αλυσίδα, Απαιτείται δράση σε όλα τα επίπεδα, όπως: διερεύνηση υπερπαραγωγής στο χωράφι, καταστροφή και συσκευασία τροφίμων στα εργοστάσια, αποφυγή διακοπής της κατάψυξης κατά τη μεταφορά, κακός χειρισμός τροφίμων στα σημεία λιανικής, κακή πληροφόρηση καταναλωτών στη συσκευασία των τροφίμων, κακές αγοραστικές συνήθειες των καταναλωτών, κακή αποθήκευση στα ράφια των καταναλωτών κ.λπ.


Εκτός από τις αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον η παραγωγή σκουπιδιών από τρόφιμα, είναι απαράδεκτη και ηθικά και οικονομικά. Κάθε χρόνο, μια οικογένεια στο Βέλγιο, πετάει κατά μέσο όρο, κατάλληλα να καταναλωθούν τρόφιμα αξίας περίπου 300 ευρώ. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, κάθε μήνα, μια μέση οικογένεια πετάει τρόφιμα αξίας περίπου 60 λιρών, που αγόρασε, αλλά δεν κατανάλωσε.


Η έρευνα δείχνει ότι τα τρόφιμα, που απορρίπτουν τα νοικοκυριά στην Ε.Ε. είναι φρούτα και λαχανικά (κυρίως σαλάτες), ψωμιά και προϊόντα αρτοποιίας, κρέας και ψάρια, γαλακτοκομικά προϊόντα, ζυμαρικά και ρύζι καθώς και σάλτσες. Τα σκουπίδια, που παράγουν τα νοικοκυριά, από τρόφιμα, συνδέονται, άμεσα, με τις καθημερινές μας συνήθειες, όπως τις αγοραστικές μας συνήθειες (π.χ. αγορά μεγάλων ποσοτήτων), συνήθειες χρήσης, ή απόρριψης των τροφίμων που περισσεύουν. Η αγορά υπερβολικών ποσοτήτων οδηγεί σε περισσότερα σκουπίδια. Σύμφωνα με πανευρωπαϊκή έρευνα, το 58% των ερωτηθέντων απάντησε ότι το μικρότερο μέγεθος των μερίδων, στα καταστήματα τροφίμων, θα τους βοηθούσε να μειώσουν τον όγκο των σκουπιδιών, από τρόφιμα. Μια πρόσφατη έρευνα, από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκτιμά ότι μέχρι και το 10% των σκουπιδιών, που παράγονται από τρόφιμα, από τα νοικοκυριά, οφείλεται στη σήμανση της ημερομηνίας λήξης, γιατί, συνήθως, οι καταναλωτές ερμηνεύουν λάθος και «μπερδεύουν» τη σήμανση «ανάλωση έως…» και «ανάλωση κατά προτίμηση μέχρι…», που χρησιμοποιούν η βιομηχανία και οι λιανοπωλητές.


Η υγιεινή και βιώσιμη διατροφή πρέπει να αποτελούν εύκολες και οικονομικά προσιτές επιλογές. Για να επιτύχουμε αυτό το στόχο, πρέπει:

  • Να βελτιώσουμε την πρόσβαση των καταναλωτών σε περισσότερα βιώσιμα προϊόντα, σε προσιτές τιμές.
  • Να δημιουργήσουμε ένα περιβάλλον, που υποστηρίζει τις υγιεινές και βιώσιμες επιλογές τροφίμων, για παράδειγμα:
    • Να αυξηθεί η πρόσβαση σε βιώσιμα τρόφιμα καθώς και η ποικιλία των βιώσιμων τροφίμων.
    • Να περιοριστεί η προώθηση και η διαφήμιση, μη υγιεινών τροφίμων στα παιδιά.
    • Να δίνεται στους καταναλωτές πληροφόρηση, «με μια ματιά» (γρήγορη) για τη διατροφική αξία ενός τροφίμου, μέσω υποχρεωτικής σήμανσης, στο εμπρός μέρος της συσκευασίας.
    • Να διασφαλιστεί ότι τρόφιμα με υψηλό ποσοστό λιπαρών, ζάχαρης, αλατιού δε φέρουν ισχυρισμούς υγείας.
    • Να βελτιωθεί η πληροφόρηση των καταναλωτών, για την προέλευση των τροφίμων.
  • Να καταπολεμήσουμε τους ψεύτικους, πράσινους, ισχυρισμούς στα τρόφιμα (πράσινο ξέπλυμα), διασφαλίζοντας ότι η σήμανση των βιώσιμων τροφίμων είναι ξεκάθαρη, χωρίς αντικρουόμενα στοιχεία, αξιόπιστη, επαληθεύσιμη, όχι παραπλανητική και ελεγμένη από χρήστες.
  • Σε διεθνές επίπεδο, η Πράσινη Συμφωνία πρέπει να προβλέπει πώς θα αντιμετωπίσει τους διεθνείς μας εταίρους, που αμφισβητούν τη μείωση των ζιζανιοκτόνων, των λιπασμάτων, των αντιβιοτικών, σε φυτά και ζώα και ισχυρίζονται ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θέτει εμπόδια στο ελεύθερο εμπόριο, μέσω των φυτοϋγειονομικών ελέγχων, που επιβάλλει.

Αυτή τη στιγμή έχει ανοίξει η συζήτηση για τη σήμανση βιωσιμότητας στα τρόφιμα. 

Περισσότερες πληροροφορίες: