Στη χώρα μας, όπως καταδεικνύεται και από έρευνες του ΚΕ.Π.ΚΑ., η ακρίβεια έγινε το κυρίαρχο πρόβλημα, με πολλαπλές επιπτώσεις και στα εισοδήματα των καταναλωτών και στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Τα είδη καθημερινής χρήσης (τρόφιμα, καθαριστικά, προϊόντα προσωπικής υγιεινής) και οι υπηρεσίες γενικού κοινωνικού ενδιαφέροντος ή καθολικές υπηρεσίες (ηλεκτρικό ρεύμα, νερό, μεταφορές κ.λπ.) παρουσιάζουν τις υψηλότερες αυξήσεις τιμών και μάλιστα αυξήσεις πολλαπλάσιες του πληθωρισμού. Η ακρίβεια, στα είδη αυτά, τα οποία είναι αδύνατο να σταματήσουμε να αγοράζουμε, έχει εξανεμίσει το εισόδημα των Ελλήνων καταναλωτών (σημειωτέον ότι αυτό το εισόδημα είναι πολύ χαμηλότερο του μέσου ευρωπαϊκού όρου) και έχει εξουθενώσει, κυρίως τα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα.
Από τον Ιούνιο του 2005, όταν διοργανώσαμε, στο Αθλητικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, διημερίδα, με τίτλο «Ακρίβεια – Ποιότητα: Μύθος ή Πραγματικότητα», με ομιλητές διακεκριμένους πολιτικούς, επιστήμονες και εκπροσώπους φορέων της αγοράς, επισημάναμε το πρόβλημα της ακρίβειας, σε τρόφιμα και είδη καθημερινής χρήσης. Επισημάναμε τις αυξήσεις των τιμών, σε αυτά τα είδη, που ήταν πολλαπλάσιες του πληθωρισμού. Κάποιοι μας αμφισβήτησαν, κάποιοι μας κατηγόρησαν. Εμείς, επιμείναμε, και προσπαθήσαμε να πείσουμε την Πολιτεία, να σκύψει πάνω, στο πρόβλημα.
Τον Οκτώβριο του 2007, δώσαμε, στη δημοσιότητα, συγκριτική έρευνα τιμών ίδιων προϊόντων (τροφίμων και καθημερινής ανάγκης), από σούπερ μάρκετ, στο κέντρο των Βρυξελλών και στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Το Υπουργείο Ανάπτυξης μας ζήτησε τα στοιχεία της έρευνας. Τα αποστείλαμε και, με βάση αυτά τα στοιχεία, πραγματοποιήθηκε, η πρώτη σύσκεψη της κυβέρνησης, για την ακρίβεια. Δυστυχώς, όμως, δε λήφθηκε κανένα μέτρο. Ακούστηκαν μόνον κάποια ευχολόγια, από κυβερνητικά χείλη.
Ακολούθησε συγκριτική έρευνα, σε σούπερ μάρκετ, στο κέντρο του Βερολίνου και σε σούπερ μάρκετ ίδιων συμφερόντων, στην Ελλάδα. Από τα 86 είδη, που υπήρχαν και στα δύο Σούπερ Μάρκετ, 2 είχαν ίδια τιμή, 14 ήταν φθηνότερα, στην Ελλάδα και 70 ακριβότερα. Για να αγοράσουμε τα 86 αυτά αγαθά, στη Γερμανία, θα πληρώσουμε 162,71 ευρώ, ενώ στην Ελλάδα, θα πληρώσουμε 215,70 ευρώ, δηλαδή 32,57% περισσότερο.
Οι συγκρίσεις των τιμών έχουν γίνει, σε απόλυτους αριθμούς και χωρίς να συνυπολογίζεται το γεγονός ότι τα εισοδήματα των ελλήνων υπολείπονται, κατά πολύ, αυτά των ευρωπαίων. Οι έλληνες καταναλωτές βλέπουμε το εισόδημά μας, καθημερινά, να εξανεμίζεται, από την ακρίβεια. Οι χαμηλόμισθοι και οι χαμηλοσυνταξιούχοι δυσκολεύονται να καλύψουν τις ανάγκες ακόμα και της διατροφής τους. Ο πληθωρισμός του φτωχού, που ξοδεύει το μεγαλύτερο μέρος του πενιχρού εισοδήματός του, στα απολύτως απαραίτητα αγαθά, είναι πολύ υψηλότερος του 3% ή και του 4%. Ξεπερνά, ίσως το 10-12%. Η έρευνα αυτή δημοσιεύτηκε, σε όλες τις εφημερίδες, με πρωτοσέλιδες καταχωρήσεις, ανακοινώθηκε, από όλα, σχεδόν, τα τηλεοπτικά κανάλια και τους ραδιοφωνικούς σταθμούς.
Η κυβέρνηση, αφού, για μεγάλο χρονικό διάστημα, αρνούνταν την ύπαρξη ακρίβειας, αδιαφορούσε, για την ακρίβεια, αμφισβητούσε την ακρίβεια, αναγκάστηκε να αναγνωρίσει το πρόβλημα. Άρχισε, τότε, να εφευρίσκει άλλοθι, για να αποσείσει τις δικές της ευθύνες. «Η ακρίβεια είναι ταγκό για δύο». «Οι καταναλωτές φταίνε, που υπέρ καταναλώνουν». «Φταίει η άνοδος της τιμής του πετρελαίου». «Φταίει ο εισαγόμενος πληθωρισμός». «Φταίει η απεργία των λιμανιών». «Φταίει το χρηματιστήριο τροφίμων, στο Σικάγο». Οι αιτιάσεις αποδείχτηκαν, χωρίς βάση. Το πετρέλαιο, στην Ευρώπη είναι ακριβότερο. Ο πληθωρισμός πολύ χαμηλότερος. Τρόφιμα, από το χρηματιστήριο του Σικάγο, αγοράζονται και για τους έλληνες καταναλωτές και για τους ευρωπαίους. Η απεργία, στα λιμάνια, διήρκεσε μικρό χρονικό διάστημα, ενώ η ακρίβεια έχει καταντήσει διαχρονική. Η υπερκατανάλωση είναι αδύνατη, πλέον, για τους έλληνες, λόγω χαμηλών εισοδημάτων. Το ταγκό, για δύο, εκφράζει τη συντηρητική θεωρία, ότι η αγορά είναι πεδίο δράσης δύο εταίρων (επιχειρήσεων – καταναλωτών), και αμφισβητεί, προκλητικά, το ρόλο της πολιτείας και την προοδευτική άποψη, ότι η αγορά είναι ένα τρίγωνο, ένα πεδίο δράσης και αλληλεπίδρασης τριών εταίρων (πολιτείας – επιχειρήσεων – καταναλωτών). Μάλιστα η Πολιτεία έχει το ρόλο του μουσικού, που δίνει ρυθμό, στο χορό, επομένως έχει το σημαντικότερο ρόλο.
Με αυτά τα άλλοθι, η Κυβέρνηση έριχνε την ευθύνη, στις επιχειρήσεις και στους καταναλωτές. Οι επιχειρήσεις έριχναν την ευθύνη, στην Κυβέρνηση και στους καταναλωτές. Οι καταναλωτές έριχναν την ευθύνη, στην Κυβέρνηση και στις επιχειρήσεις. Όλοι είχαν δίκαιο και όλοι είχαν ευθύνες. Οι καταναλωτές, όμως, είχαν και έχουν τις λιγότερες ευθύνες. Ο καταναλωτής είναι επόπτης και διαμορφωτής της αγοράς, όταν αυτή λειτουργεί, με όρους υγιούς ανταγωνισμού. Όταν η αγορά κυριαρχείται, από εναρμονισμένες πρακτικές και καρτέλ, που η ίδια η κυβέρνηση παραδέχεται, αλλά αδυνατεί να ελέγξει, δεν είναι δυνατόν να πετιέται το “μπαλάκι” των ευθυνών, στον καταναλωτή και στις Ενώσεις Καταναλωτών.
Η ακρίβεια δεν είναι ευθύνη του καταναλωτή. Δεν είναι δυνατόν «να πάρουμε σβάρνα» όλα τα super market της πόλης μας, για να αγοράσουμε ένα γάλα, από το πρώτο, ένα ψωμί, από το δεύτερο, ένα απορρυπαντικό, από το τρίτο. Δεν είναι δυνατό να ξοδέψουμε πέντε μέρες, για να ψωνίσουμε τα είδη, που θα καταναλώσουμε, σε μια μέρα. Ούτε βέβαια, η αύξηση της τιμής του πετρελαίου φταίει. Η αύξηση αυτή είναι ίδια, για όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Τα στοιχεία, όμως, της Eurostat, που εκδόθηκαν, στο τέλος του Μαΐου 2008, έδειξαν ότι οι αυξήσεις των τιμών των ειδών καθημερινής χρήσης, στην Ελλάδα, είναι πολλαπλάσιες, από τις αυξήσεις στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Η αδιαφάνεια, στην κοστολόγηση, που επικρατεί, στην αγορά, δεν αποτελεί ευθύνη του καταναλωτή. Τα σούπερ μάρκετ επιρρίπτουν ευθύνες, στη βιομηχανία και τις πολυεθνικές, η βιομηχανία και οι πολυεθνικές ρίχνουν την ευθύνη, στα σούπερ μάρκετ, η κυβέρνηση ζήτησε κοστολογικά στοιχεία, αλλά σιωπά, για το ποιος, επώνυμα, αισχροκερδεί. Όμως, όλοι μαζί, προσπαθούν να ρίξουν την ευθύνη, στον καταναλωτή.
Καλέσαμε, λοιπόν, την κυβέρνηση να αναλάβει τις ευθύνες της, να πάψει να κρύβεται, πίσω από άλλοθι, όπως «εισαγόμενος πληθωρισμός», «αύξηση τιμής πετρελαίου», «προβληματικό καταναλωτικό κίνημα», «μη συνειδητοποιημένος καταναλωτής». Καλέσαμε την κυβέρνηση να πάρει μέτρα, κατά των κερδοσκόπων, που έχουν «τσακίσει» τον Έλληνα καταναλωτή και να πάψει να κρύβεται, πίσω από «αλληλογραφία» του Πρωθυπουργού, με τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κ. José Manuel Barroso. Ξεκαθαρίσαμε ότι η ακρίβεια, στην Ελλάδα, έχει αιτία τη μη ανάληψη πρωτοβουλιών, σε εθνικό επίπεδο, από την ελληνική πολιτεία.
Πιστεύουμε ότι το φαινόμενο της ακρίβειας έχει τις ρίζες του, στο γεγονός ότι, στην Ελλάδα, δε λειτουργεί, σε πολλούς τομείς της αγοράς, ο ανταγωνισμός. Υπάρχουν μονοπώλια, ολιγοπώλια, ιδιωτικά και κρατικά, εναρμονισμένες πρακτικές (καρτέλ), υπόγειες συμφωνίες, εκβιασμοί παραγωγών και προμηθευτών από επιχειρήσεις και μεσάζοντες, μακροχρόνιες επιταγές, πλαστές τιμολογήσεις. Το λογικό και θεμιτό επιχειρηματικό κέρδος αντικαταστάθηκε, από την κερδοσκοπία, τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και την αισχροκέρδεια, ως μοναδικό αυτοσκοπό.
Μέσα στο 2008, ζήσαμε ένα γαϊτανάκι δήθεν μποϊκοτάζ (αποχή από την αγορά, που στρέφεται εναντίον δικαίων και αδίκων, μποϋκοτάζ, με γνωστή χρονική διάρκεια, μη εναλλακτικές λύσεις για τον καταναλωτή κ.λπ.), τα οποία αφενός μετέφεραν τις κυβερνητικές και επιχειρηματικές ευθύνες, στο καταναλωτικό κίνημα και αφετέρου απαξίωναν το υπέρτατο όπλο των καταναλωτών, γιατί δεν είχαν στόχους, στρατηγική άρα ούτε και αποτέλεσμα.
Όταν κάποιες άλλες Ενώσεις Καταναλωτών κήρυσσαν το ένα μποϋκοτάζ, μετά το άλλο, χωρίς συγκεκριμένο στόχο, χωρίς στοιχεία κοστολογικά, για τα προϊόντα, για μια εβδομάδα ή για μια μέρα, με τα οποία «τσουβάλιαζαν» όλους τους παραγωγούς γάλακτος ή όλους τους παραγωγούς ζυμαρικών ή ακόμα και όλη την αγορά, το ΚΕ.Π.ΚΑ. εξέφρασε επιφυλάξεις και αντιρρήσεις. Εξήγησε ότι ένα μποϋκοτάζ πετυχαίνει, μόνον όταν πλήττει συμφέροντα μιας εταιρίας και για αόριστο χρονικό διάστημα. Δεν εισακουστήκαμε και βρεθήκαμε να προσπαθούμε να διαφυλάξουμε το υπέρτατο όπλο των καταναλωτών, το μποϋκοτάζ, από αστείες και επικίνδυνες ενέργειες, που το απαξίωναν και που μοναδικό σκοπό είχαν την προσωπική προβολή κάποιων. Καταντήσαμε να έχουμε το ημερήσιο δελτίο μποϋκοτάζ. Κάθε πρωί, οι καταναλωτές ξυπνούσαν και αναρωτιόντουσαν: «Τι μποϋκοτάρω, σήμερα;» Από την άλλη πλευρά, ο καταναλωτής βίωνε τη μια ήττα, μετά την άλλη. Οι τιμή του γάλακτος ανέβαινε, οι τιμές των ζυμαρικών τραβούσαν την ανηφόρα, καμιάς επιχείρησης «το αυτί δεν ίδρωνε».
Το ΚΕ.Π.ΚΑ. ακολούθησε έναν άλλο δρόμο. Το δύσκολο δρόμο της σύγκρουσης, με συγκεκριμένα συμφέροντα. Απαιτήσαμε, με επιστολές μας, από την Κυβέρνηση να σταματήσει την κούρσα ανόδου τιμών στο ηλεκτρικό ρεύμα, στο νερό, στις μεταφορές, στο φυσικό αέριο, στα διόδια. Απαιτήσαμε, από την Κεντρική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων να παγώσει τις δημοτικές επιβαρύνσεις. Απαιτήσαμε, από την Κυβέρνηση, να δώσει, στη δημοσιότητα, τα στοιχεία, που διέθετε, για την ανταπόκριση των εταιριών, στο αίτημα των καταναλωτών και της πολιτείας, για την τιθάσευση της ακρίβειας. Ο Υπουργός Ανάπτυξης, κ. Χ. Φώλιας, την Πέμπτη 27 Ιουνίου 2008, ανακοίνωσε κατάλογο, στον οποίο οι εταιρίες κατατάσσονταν, με βάση την ανταπόκρισή τους, στο αίτημά μας. Υπήρχαν εταιρίες, με υψηλή ανταπόκριση, μέτρια, χαμηλή και μια εταιρία δεν είχε ανταποκριθεί, καθόλου.